Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconfutazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konfutatˈtsjone] 1 αντίκρουση 2 ένσταση 3 απόκρουση (κατηγορίας) 4 αναίρεση 5 ανασκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |