Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confutatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konfutaˈtore]

1 αναιρών
2 αντικρούων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confutativo confutatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confusionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confuso (επίθ.)
confutabile (επίθ.)
confutare (ρ. μτβ.)
confutativo (επίθ.)
confutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confutatorio (επίθ.)
confutazione (θηλ.ουσ)
conga (θηλ.ουσ)
congedabile (επίθ.)
congedamento (ουσ αρσ )
congedando (αρσ. επίθ και ουσ)
congedare (ρ. μτβ.)
congedarsi (ρ. μ. αμτβ.)
congedato (ουσ αρσ )
congedato (επίθ.)
congedo (ουσ αρσ )
congegnare (ρ. μτβ.)
congegno (ουσ αρσ )
congelamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---