ItalianoGreco


congèdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈʤɛdo]

1 συνταξιοδότηση
2 απομάκρυνση
3 καθαίρεση
4 αποχώρηση
5 αποπομπή
6 αποχαιρετισμός
7 άδεια
8 σχόλασμα
9 απόλυση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---