congèdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konˈʤɛdo]
1 συνταξιοδότηση
2 απομάκρυνση
3 καθαίρεση
4 αποχώρηση
5 αποπομπή
6 αποχαιρετισμός
7 άδεια
8 σχόλασμα
9 απόλυση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konˈʤɛdo]
1 συνταξιοδότηση
2 απομάκρυνση
3 καθαίρεση
4 αποχώρηση
5 αποπομπή
6 αποχαιρετισμός
7 άδεια
8 σχόλασμα
9 απόλυση
permalink
congedo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android