Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confusionàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konfuzjoˈnarjo]

1 διανοητικά συγχυσμένος
2 αποβλακωμένος
3 ατζαμής
4 αδέξιος
5 μπερδεμένος
6 συγχυσμένος
7 τσαπατσούλης
8 ζαβλακωμένος

confusionàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfuzjoˈnarjo]

που προκαλεί σύγχυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confusionale confusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confucianesimo (ουσ αρσ )
confuciano (αρσ. επίθ και ουσ)
Confucio (κύρ.όν. αρσ.)
confusamente (επίρ.)
confusionale (επίθ.)
confusionario (ουσ αρσ )
confusionario (επίθ.)
confusione (θηλ.ουσ)
confusionismo (ουσ αρσ )
confusionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confuso (επίθ.)
confutabile (επίθ.)
confutare (ρ. μτβ.)
confutativo (επίθ.)
confutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confutatorio (επίθ.)
confutazione (θηλ.ουσ)
conga (θηλ.ουσ)
congedabile (επίθ.)
congedamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---