Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confusióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfuˈzjone]

η σύγχυση, η ανακατωσούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confusionario confusionismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(ταραχές, θόριβο) fare confusione = (disordine, chiasso) κάνω φασαρία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Confucio (κύρ.όν. αρσ.)
confusamente (επίρ.)
confusionale (επίθ.)
confusionario (ουσ αρσ )
confusionario (επίθ.)
confusione (θηλ.ουσ)
confusionismo (ουσ αρσ )
confusionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confuso (επίθ.)
confutabile (επίθ.)
confutare (ρ. μτβ.)
confutativo (επίθ.)
confutatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confutatorio (επίθ.)
confutazione (θηλ.ουσ)
conga (θηλ.ουσ)
congedabile (επίθ.)
congedamento (ουσ αρσ )
congedando (αρσ. επίθ και ουσ)
congedare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---