Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconfusióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konfuˈzjone] η σύγχυση, η ανακατωσούρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(ταραχές, θόριβο) fare confusione = (disordine, chiasso) κάνω φασαρία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |