Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confortévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konforˈtevole]

άνετος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confortatorio conforto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confortante (επίθ.)
confortare (ρ. μτβ.)
confortarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confortatore (ουσ αρσ )
confortatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
confortevole (επίθ.)
conforto (ουσ αρσ )
confratello (ουσ αρσ )
confraternita (θηλ.ουσ)
confrontabile (επίθ.)
confrontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confronto (ουσ αρσ )
confucianesimo (ουσ αρσ )
confuciano (αρσ. επίθ και ουσ)
Confucio (κύρ.όν. αρσ.)
confusamente (επίρ.)
confusionale (επίθ.)
confusionario (ουσ αρσ )
confusionario (επίθ.)
confusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---