Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconformità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konformiˈta] 1 υπακοή 2 αντιστοιχία 3 συμφωνία 4 συμμόρφωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |