Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conformità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konformiˈta]

1 υπακοή
2 αντιστοιχία
3 συμφωνία
4 συμμόρφωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conformistico confortabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conforme (επίρ.)
conformemente (επίρ.)
conformismo (ουσ αρσ )
conformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conformistico (επίθ.)
conformità (θηλ.ουσ)
confortabile (επίθ.)
confortante (επίθ.)
confortare (ρ. μτβ.)
confortarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confortatore (ουσ αρσ )
confortatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
confortevole (επίθ.)
conforto (ουσ αρσ )
confratello (ουσ αρσ )
confraternita (θηλ.ουσ)
confrontabile (επίθ.)
confrontare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confronto (ουσ αρσ )
confucianesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---