Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conformàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konforˈmare]

1 σχηματοποιώ
2 μορφοποιώ
3 φορμάρω
4 σχηματίζω
5 προσαρμόζω
6 συμμορφώνω
7 κάνω τα μέρη συμμετρικά
8 διασκευάζω

conformàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konforˈmarsi]

1 συμμορφώνομαι
2 γίνομαι σύμφωνος με
3 προσαρμόζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conformabile conformato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conformato (επίθ.)
conformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)
conforme (επίθ.)
conforme (επίρ.)
conformemente (επίρ.)
conformismo (ουσ αρσ )
conformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conformistico (επίθ.)
conformità (θηλ.ουσ)
confortabile (επίθ.)
confortante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---