Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conformàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konforˈmabile]

1 ευπροσάρμοστος
2 προσαρμόσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confondibile conformare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confluire (ρ.αμτβ.)
confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conformato (επίθ.)
conformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)
conforme (επίθ.)
conforme (επίρ.)
conformemente (επίρ.)
conformismo (ουσ αρσ )
conformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conformistico (επίθ.)
conformità (θηλ.ουσ)
confortabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---