ItalianoGreco


confluìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfluˈire]

1 συγκεντρώνομαι
2 συναντιέμαι
3 ενώνω τις δυνάμεις
4 συναθροίζομαι
5 συμβάλλω (για ποταμούς)
6 συρρέω
7 συνενώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---