Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confluènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konfluˈɛnte]

παραπόταμος

confluènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfluˈɛnte]

συμβάλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conflittualità confluenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conflagrare (ρ.αμτβ.)
conflagrazione (θηλ.ουσ)
conflitto (ουσ αρσ )
conflittuale (επίθ.)
conflittualità (θηλ.ουσ)
confluente (ουσ αρσ )
confluente (επίθ.)
confluenza (θηλ.ουσ)
confluire (ρ.αμτβ.)
confocale (επίθ.)
confondere (ρ. μτβ.)
confondersi (ρ. μ. αμτβ.)
confondibile (επίθ.)
conformabile (επίθ.)
conformare (ρ. μτβ.)
conformarsi (ρ. μ. αμτβ.)
conformato (επίθ.)
conformatore (αρσ. επίθ και ουσ)
conformazionale (επίθ.)
conformazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---