Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconfìne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈfine] το σύνορο, το όριο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαconfini [αρσ. πλυθ.] = σύνορα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |