Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confìne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈfine]

το σύνορο, το όριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confindustriale confino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


confini [αρσ. πλυθ.] = σύνορα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confinario (επίθ.)
confinato (ουσ αρσ )
confinato (επίθ.)
Confindustria (ακρ.)
confindustriale (επίθ.)
confine (ουσ αρσ )
confino (ουσ αρσ )
confisca (θηλ.ουσ)
confiscabile (επίθ.)
confiscare (ρ. μτβ.)
confiscatore (ουσ αρσ )
confiscatore (επίθ.)
confiteor (ουσ αρσ )
conflagrare (ρ.αμτβ.)
conflagrazione (θηλ.ουσ)
conflitto (ουσ αρσ )
conflittuale (επίθ.)
conflittualità (θηλ.ουσ)
confluente (ουσ αρσ )
confluente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---