Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confinàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnare]

1 πλησιάζω
2 συνορεύω
3 γειτονεύω

confinàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnare]

1 κρατώ μέσα
2 περιορίζω
3 περιορίζω (κατ' οίκον)
4 κλείνω σε στρατόπεδο
5 φυλακίζω

confinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈnarsi]

1 κλείνομαι μέσα
2 απομονώνομαι
3 αποσύρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confinante confinario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)
confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)
confinare (ρ. μτβ.)
confinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confinario (επίθ.)
confinato (ουσ αρσ )
confinato (επίθ.)
Confindustria (ακρ.)
confindustriale (επίθ.)
confine (ουσ αρσ )
confino (ουσ αρσ )
confisca (θηλ.ουσ)
confiscabile (επίθ.)
confiscare (ρ. μτβ.)
confiscatore (ουσ αρσ )
confiscatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---