Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


configuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfiguˈrare]

1 σχηματίζω
2 μορφοποιώ
3 διαμορφώνω
4 προσαρμόζω

configuràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfiguˈrarsi]

1 μορφοποιούμαι
2 σχηματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  configgere configurazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)
confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)
confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)
confinare (ρ. μτβ.)
confinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confinario (επίθ.)
confinato (ουσ αρσ )
confinato (επίθ.)
Confindustria (ακρ.)
confindustriale (επίθ.)
confine (ουσ αρσ )
confino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---