Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confidènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdɛnte]

1 χαφιές της αστυνομίας
2 πληροφοριοδότης

confidènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdɛnte]

1 έμπιστος
2 εμπιστευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confidarsi confidenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conficcare (ρ. μτβ.)
conficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidare (ρ.αμτβ.)
confidare (ρ. μτβ.)
confidarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidente (ουσ αρσ και θηλ.)
confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)
confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)
confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)
confinare (ρ. μτβ.)
confinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confinario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---