ItalianoGreco


confidènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdɛnte]

1 χαφιές της αστυνομίας
2 πληροφοριοδότης

confidènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdɛnte]

1 έμπιστος
2 εμπιστευτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---