Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confidàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdare]

εμπιστεύομαι

confidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdare]

εκμυστηρεύομαι

confidarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konfiˈdarsi]

ανοίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conficcarsi confidente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confezionatrice (θηλ.ουσ)
confezione (θηλ.ουσ)
confezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conficcare (ρ. μτβ.)
conficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidare (ρ.αμτβ.)
confidare (ρ. μτβ.)
confidarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidente (ουσ αρσ και θηλ.)
confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)
confidenzialmente (επίρ.)
configgere (ρ. μτβ.)
configurare (ρ. μτβ.)
configurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
configurazione (θηλ.ουσ)
confinante (ουσ αρσ και θηλ.)
confinante (επίθ.)
confinare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---