Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confezionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konfettsjoˈnare]

1 ετοιμάζω
2 συσκευάζω
3 πακετάρω
4 προπαρασκευάζω
5 κατασκευάζω
6 φτιάχνω
7 ετοιμάζω από πρώτες ύλες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confettura confezionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confetteria (θηλ.ουσ)
confettiera (θηλ.ουσ)
confettiere (ουσ αρσ )
confetto (αρσ. επίθ και ουσ)
confettura (θηλ.ουσ)
confezionare (ρ. μτβ.)
confezionato (επίθ.)
confezionatore (αρσ. επίθ και ουσ)
confezionatrice (θηλ.ουσ)
confezione (θηλ.ουσ)
confezionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conficcare (ρ. μτβ.)
conficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidare (ρ.αμτβ.)
confidare (ρ. μτβ.)
confidarsi (ρ.μ. (αντων.))
confidente (ουσ αρσ και θηλ.)
confidente (επίθ.)
confidenza (θηλ.ουσ)
confidenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---