Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confermazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfermatˈtsjone]

1 βεβαίωση
2 πιστοποίηση
3 διαπίστωση
4 προσκύρωση
5 παραδοχή
6 έγκριση
7 κύρωση
8 επισφράγιση
9 διακρίβωση
10 επιβεβαίωση
11 προσυπογραφή
12 εξακρίβωση
13 επικύρωση
14 επισημοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confermativo confessabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conferire (ρ. μτβ.)
conferma (θηλ.ουσ)
confermare (ρ. μτβ.)
confermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)
confessabile (επίθ.)
confessare (ρ. μτβ.)
confessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confessionale (αρσ. επίθ και ουσ)
confessione (θηλ.ουσ)
confesso (επίθ.)
confessore (ουσ αρσ )
confettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confetteria (θηλ.ουσ)
confettiera (θηλ.ουσ)
confettiere (ουσ αρσ )
confetto (αρσ. επίθ και ουσ)
confettura (θηλ.ουσ)
confezionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---