Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confermàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konferˈmare]

επικυρώνω, επιβεβαιώνω

confermàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konferˈmarsi]

1 επαληθεύομαι
2 επιβεβαιώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conferma confermativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conferenziere (ουσ αρσ )
conferimento (ουσ αρσ )
conferire (ρ.αμτβ.)
conferire (ρ. μτβ.)
conferma (θηλ.ουσ)
confermare (ρ. μτβ.)
confermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)
confessabile (επίθ.)
confessare (ρ. μτβ.)
confessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confessionale (αρσ. επίθ και ουσ)
confessione (θηλ.ουσ)
confesso (επίθ.)
confessore (ουσ αρσ )
confettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
confetteria (θηλ.ουσ)
confettiera (θηλ.ουσ)
confettiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---