Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conferènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konfeˈrɛntsa]

η διάλεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  confederazione conferenziere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


conferenza [θηλ.] al vertice = η διάσκεψη κορυφής || conferenza [θηλ.] stampa = η συνέντευξη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)
conferenziere (ουσ αρσ )
conferimento (ουσ αρσ )
conferire (ρ.αμτβ.)
conferire (ρ. μτβ.)
conferma (θηλ.ουσ)
confermare (ρ. μτβ.)
confermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confermativo (επίθ.)
confermazione (θηλ.ουσ)
confessabile (επίθ.)
confessare (ρ. μτβ.)
confessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confessionale (αρσ. επίθ και ουσ)
confessione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---