ItalianoGreco


confederàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konfedeˈrale]

1 ομόσπονδος
2 συνομοσπονδιακός
3 ομοσπονδιακός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---