Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


confabulàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konfabuˈlare]

1 κουτσομπολεύω
2 κουβεντιάζω
3 φλυαρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conestabile confabulazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conduttometro (ουσ αρσ )
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
conduttura (θηλ.ουσ)
conduzione (θηλ.ουσ)
conestabile (ουσ αρσ )
confabulare (ρ.αμτβ.)
confabulazione (θηλ.ουσ)
confacente (επίθ.)
confagricolo (επίθ.)
confarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)
conferenziere (ουσ αρσ )
conferimento (ουσ αρσ )
conferire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---