Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conduttùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtura]

σωληνώσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conduttore conduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conduttività (θηλ.ουσ)
conduttivo (επίθ.)
conduttometria (θηλ.ουσ)
conduttometro (ουσ αρσ )
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
conduttura (θηλ.ουσ)
conduzione (θηλ.ουσ)
conestabile (ουσ αρσ )
confabulare (ρ.αμτβ.)
confabulazione (θηλ.ουσ)
confacente (επίθ.)
confagricolo (επίθ.)
confarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---