Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conduzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtsjone]

1 μεταφορά νευρικών σημάτων
2 αγωγιμότητα
3 ενοικιασμένη περιουσία
4 διαχείριση
5 διεύθυνση
6 διοίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conduttura conestabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conduttivo (επίθ.)
conduttometria (θηλ.ουσ)
conduttometro (ουσ αρσ )
conduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
conduttura (θηλ.ουσ)
conduzione (θηλ.ουσ)
conestabile (ουσ αρσ )
confabulare (ρ.αμτβ.)
confabulazione (θηλ.ουσ)
confacente (επίθ.)
confagricolo (επίθ.)
confarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
confederare (ρ. μτβ.)
confederarsi (ρ. μ. αμτβ.)
confederativo (επίθ.)
confederato (αρσ. επίθ και ουσ)
confederazione (θηλ.ουσ)
conferenza (θηλ.ουσ)
conferenziere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---