Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condilòma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kondiˈlɔma]

κονδύλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condiloideo condilomatosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condensato (αρσ. επίθ και ουσ)
condensatore (ουσ αρσ )
condensazione (θηλ.ουσ)
condilo (ουσ αρσ )
condiloideo (επίθ.)
condiloma (ουσ αρσ )
condilomatosi (θηλ.ουσ)
condimento (ουσ αρσ )
condire (ρ. μτβ.)
condirettore (ουσ αρσ )
condirezione (θηλ.ουσ)
condiscendente (επίθ.)
condiscendenza (θηλ.ουσ)
condiscendere (ρ.αμτβ.)
condiscepolo (ουσ αρσ )
condividere (ρ. μτβ.)
condizionale (ουσ αρσ και θηλ.)
condizionale (επίθ.)
condizionare (ρ. μτβ.)
condizionatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---