Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


condensaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kondensaˈmento]

1 συμπύκνωμα
2 συμπύκνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  condensabilità condensare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

condannatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condebitore (ουσ αρσ )
condensa (θηλ.ουσ)
condensabile (επίθ.)
condensabilità (θηλ.ουσ)
condensamento (ουσ αρσ )
condensare (ρ. μτβ.)
condensarsi (ρ. μ. αμτβ.)
condensato (αρσ. επίθ και ουσ)
condensatore (ουσ αρσ )
condensazione (θηλ.ουσ)
condilo (ουσ αρσ )
condiloideo (επίθ.)
condiloma (ουσ αρσ )
condilomatosi (θηλ.ουσ)
condimento (ουσ αρσ )
condire (ρ. μτβ.)
condirettore (ουσ αρσ )
condirezione (θηλ.ουσ)
condiscendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---