Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcondensaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kondensaˈmento] 1 συμπύκνωμα 2 συμπύκνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |