Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concupiscènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konkupiʃˈʃɛntsa]

1 ισχυρή σεξουαλική επιθυμία
2 επιθυμία σφοδρή
3 σεξουαλικός πόθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concupiscente concupiscibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concubinato (ουσ αρσ )
conculcamento (ουσ αρσ )
conculcare (ρ. μτβ.)
concupire (ρ. μτβ.)
concupiscente (επίθ.)
concupiscenza (θηλ.ουσ)
concupiscibile (επίθ.)
concussionario (ουσ αρσ )
concussione (θηλ.ουσ)
condanna (θηλ.ουσ)
condannabile (επίθ.)
condannare (ρ. μτβ.)
condannato (αρσ. επίθ και ουσ)
condannatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condebitore (ουσ αρσ )
condensa (θηλ.ουσ)
condensabile (επίθ.)
condensabilità (θηλ.ουσ)
condensamento (ουσ αρσ )
condensare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---