ItalianoGreco


conculcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkulˈkare]

1 συντρίβω
2 πατώ βαριά
3 αποθαρρύνω
4 αποκαρδιώνω
5 απελπίζω
6 πατώ βαριά
7 συνθλίβω
8 καταπιέζω
9 υπερφορτώνω
10 θίγω
11 καταπατώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---