Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conculcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkulˈkare]

1 συντρίβω
2 πατώ βαριά
3 αποθαρρύνω
4 αποκαρδιώνω
5 απελπίζω
6 πατώ βαριά
7 συνθλίβω
8 καταπιέζω
9 υπερφορτώνω
10 θίγω
11 καταπατώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conculcamento concupire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concreto (επίθ.)
concrezione (θηλ.ουσ)
concubina (θηλ.ουσ)
concubinato (ουσ αρσ )
conculcamento (ουσ αρσ )
conculcare (ρ. μτβ.)
concupire (ρ. μτβ.)
concupiscente (επίθ.)
concupiscenza (θηλ.ουσ)
concupiscibile (επίθ.)
concussionario (ουσ αρσ )
concussione (θηλ.ουσ)
condanna (θηλ.ουσ)
condannabile (επίθ.)
condannare (ρ. μτβ.)
condannato (αρσ. επίθ και ουσ)
condannatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condebitore (ουσ αρσ )
condensa (θηλ.ουσ)
condensabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---