Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concrèto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkrɛto]

Τσιμέντο

concrèto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈkrɛto]

συγκεκριμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concretizzare concrezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)
concretismo (ουσ αρσ )
concretista (ουσ αρσ και θηλ.)
concretizzare (ρ. μτβ.)
concreto (ουσ αρσ )
concreto (επίθ.)
concrezione (θηλ.ουσ)
concubina (θηλ.ουσ)
concubinato (ουσ αρσ )
conculcamento (ουσ αρσ )
conculcare (ρ. μτβ.)
concupire (ρ. μτβ.)
concupiscente (επίθ.)
concupiscenza (θηλ.ουσ)
concupiscibile (επίθ.)
concussionario (ουσ αρσ )
concussione (θηλ.ουσ)
condanna (θηλ.ουσ)
condannabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---