Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concretàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkreˈtare]

1 εκτελώ
2 επιτυγχάνω
3 κάνω κάτι χειροπιαστό
4 συνεχίζω μέχρι το τέλος
5 ενσωματώνω
6 τσιμεντώνω
7 φέρνω σε πέρας

concretarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [konkreˈtarsi]

1 γίνομαι πραγματικότητα
2 υλοποιούμαι
3 πραγματοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concretamente concretezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)
concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)
concretismo (ουσ αρσ )
concretista (ουσ αρσ και θηλ.)
concretizzare (ρ. μτβ.)
concreto (ουσ αρσ )
concreto (επίθ.)
concrezione (θηλ.ουσ)
concubina (θηλ.ουσ)
concubinato (ουσ αρσ )
conculcamento (ουσ αρσ )
conculcare (ρ. μτβ.)
concupire (ρ. μτβ.)
concupiscente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---