Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concorrenziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konkorrenˈtsjale]

1 συναγωνιστικός
2 ανταγωνιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concorrenza concorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concorde (επίθ.)
concordemente (επίρ.)
concordia (θηλ.ουσ)
concorrente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concorrenza (θηλ.ουσ)
concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)
concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)
concretismo (ουσ αρσ )
concretista (ουσ αρσ και θηλ.)
concretizzare (ρ. μτβ.)
concreto (ουσ αρσ )
concreto (επίθ.)
concrezione (θηλ.ουσ)
concubina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---