Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concòrdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkɔrdja]

η ομόνοια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concordemente concorrente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concordare (ρ. μτβ.)
concordatario (επίθ.)
concordato (αρσ. επίθ και ουσ)
concorde (επίθ.)
concordemente (επίρ.)
concordia (θηλ.ουσ)
concorrente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concorrenza (θηλ.ουσ)
concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)
concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)
concretismo (ουσ αρσ )
concretista (ουσ αρσ και θηλ.)
concretizzare (ρ. μτβ.)
concreto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---