Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcordàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [konkorˈdato] 1 διευθέτηση (με τους πιστωτές) 2 τακτοποίηση 3 συμφωνητικό 4 συμφωνία 5 σύμφωνο ειρήνης 6 διακανονισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |