Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concordatàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konkordaˈtarjo]

1 ο της συγκρότησης
2 ο του συμφώνου ειρήνης
3 συμφωνητικός (ο του κονκορδάτου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concordare concordato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concordabile (επίθ.)
concordante (επίθ.)
concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)
concordare (ρ. μτβ.)
concordatario (επίθ.)
concordato (αρσ. επίθ και ουσ)
concorde (επίθ.)
concordemente (επίρ.)
concordia (θηλ.ουσ)
concorrente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concorrenza (θηλ.ουσ)
concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)
concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---