Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concordàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konkorˈdare]

1 διαπραγματεύομαι
2 συμφωνώ
3 συνταυτίζομαι
4 εναρμονίζομαι

concordàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konkorˈdare]

συμφωνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concordanza concordatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concomitante (επίθ.)
concomitanza (θηλ.ουσ)
concordabile (επίθ.)
concordante (επίθ.)
concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)
concordare (ρ. μτβ.)
concordatario (επίθ.)
concordato (αρσ. επίθ και ουσ)
concorde (επίθ.)
concordemente (επίρ.)
concordia (θηλ.ουσ)
concorrente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concorrenza (θηλ.ουσ)
concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---