Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcomitànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konkomiˈtantsa] 1 σύμπτωση απόψεων 2 σύμπτωση ίσων νομικών δυνάμεων 3 ακολουθία 4 συνταύτιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |