Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concòrde  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈkɔrde]

1 ομόφωνος
2 ομόγνωμος
3 ομόψυχος
4 ταυτόσημος
5 αρμονικός
6 συμφωνών
7 σύμφωνος
8 συνασπισμένος
9 ο με ταυτόσημες απόψεις
10 ομόθυμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concordato concordemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)
concordare (ρ. μτβ.)
concordatario (επίθ.)
concordato (αρσ. επίθ και ουσ)
concorde (επίθ.)
concordemente (επίρ.)
concordia (θηλ.ουσ)
concorrente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
concorrenza (θηλ.ουσ)
concorrenziale (επίθ.)
concorrere (ρ.αμτβ.)
concorso (ουσ αρσ )
concreato (επίθ.)
concretamente (επίρ.)
concretare (ρ. μτβ.)
concretarsi (ρ.μ. (αντων.))
concretezza (θηλ.ουσ)
concretismo (ουσ αρσ )
concretista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---