Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcrezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konkretˈtsjone] 1 σχηματοποίηση 2 συμπαγές υλικό ιστού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |