Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conculcaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konkulkaˈmento]

1 καταπάτηση
2 ποδοπάτημα
3 απογοήτευση
4 υπερφόρτωση
5 σύνθλιψη
6 καταπίεση
7 κατάθλιψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concubinato conculcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concreto (ουσ αρσ )
concreto (επίθ.)
concrezione (θηλ.ουσ)
concubina (θηλ.ουσ)
concubinato (ουσ αρσ )
conculcamento (ουσ αρσ )
conculcare (ρ. μτβ.)
concupire (ρ. μτβ.)
concupiscente (επίθ.)
concupiscenza (θηλ.ουσ)
concupiscibile (επίθ.)
concussionario (ουσ αρσ )
concussione (θηλ.ουσ)
condanna (θηλ.ουσ)
condannabile (επίθ.)
condannare (ρ. μτβ.)
condannato (αρσ. επίθ και ουσ)
condannatore (αρσ. επίθ και ουσ)
condebitore (ουσ αρσ )
condensa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---