Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcussióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [konkusˈsjone] 1 κατάχρηση 2 εκβιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |