Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conclùdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈkludere]

είμαι συμπερασματικός

conclùdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkludere]

συμπεραίνω, ανακεφαλαιώνω, διεκπεραιώνω

conclùdersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈkludersi]

έρχομαι σε πέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concludente conclusionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concittadino (αρσ. επίθ και ουσ)
conclamare (ρ. μτβ.)
conclave (ουσ αρσ )
conclavista (ουσ αρσ )
concludente (επίθ.)
concludere (ρ.αμτβ.)
concludere (ρ. μτβ.)
concludersi (ρ. μ. αμτβ.)
conclusionale (θηλ.ουσ)
conclusione (θηλ.ουσ)
conclusivo (επίθ.)
concluso (αρσ. επίθ και ουσ)
concoide (θηλ. επίθ και ουσ)
concomitante (επίθ.)
concomitanza (θηλ.ουσ)
concordabile (επίθ.)
concordante (επίθ.)
concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)
concordare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---