Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concittadìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konʧittaˈdino]

1 συμπατριώτης
2 συμπολίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concitazione conclamare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concistoriale (επίθ.)
concistoro (ουσ αρσ )
concitamento (ουσ αρσ )
concitato (επίθ.)
concitazione (θηλ.ουσ)
concittadino (αρσ. επίθ και ουσ)
conclamare (ρ. μτβ.)
conclave (ουσ αρσ )
conclavista (ουσ αρσ )
concludente (επίθ.)
concludere (ρ.αμτβ.)
concludere (ρ. μτβ.)
concludersi (ρ. μ. αμτβ.)
conclusionale (θηλ.ουσ)
conclusione (θηλ.ουσ)
conclusivo (επίθ.)
concluso (αρσ. επίθ και ουσ)
concoide (θηλ. επίθ και ουσ)
concomitante (επίθ.)
concomitanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---