Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconcitaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konʧitaˈmento] 1 διέγερση 2 ερεθισμός 3 ταραχή 4 έξαψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |