Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conclusionàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konkluzjoˈnale]

1 τελικός
2 συμπερασματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  concludersi conclusione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conclavista (ουσ αρσ )
concludente (επίθ.)
concludere (ρ.αμτβ.)
concludere (ρ. μτβ.)
concludersi (ρ. μ. αμτβ.)
conclusionale (θηλ.ουσ)
conclusione (θηλ.ουσ)
conclusivo (επίθ.)
concluso (αρσ. επίθ και ουσ)
concoide (θηλ. επίθ και ουσ)
concomitante (επίθ.)
concomitanza (θηλ.ουσ)
concordabile (επίθ.)
concordante (επίθ.)
concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)
concordare (ρ. μτβ.)
concordatario (επίθ.)
concordato (αρσ. επίθ και ουσ)
concorde (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---