Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


concludènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konkluˈdɛnte]

1 αποτελεσματικός
2 ικανός
3 ενεργητικός
4 συμπερασματικός
5 τελειωτικός
6 αποδοτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conclavista concludere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

concitazione (θηλ.ουσ)
concittadino (αρσ. επίθ και ουσ)
conclamare (ρ. μτβ.)
conclave (ουσ αρσ )
conclavista (ουσ αρσ )
concludente (επίθ.)
concludere (ρ.αμτβ.)
concludere (ρ. μτβ.)
concludersi (ρ. μ. αμτβ.)
conclusionale (θηλ.ουσ)
conclusione (θηλ.ουσ)
conclusivo (επίθ.)
concluso (αρσ. επίθ και ουσ)
concoide (θηλ. επίθ και ουσ)
concomitante (επίθ.)
concomitanza (θηλ.ουσ)
concordabile (επίθ.)
concordante (επίθ.)
concordanza (θηλ.ουσ)
concordare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---