ItalianoGreco


concitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konʧiˈtato]

1 ανάστατος
2 ανήσυχος
3 αγαλήνευτος
4 αναστατωμένος
5 ταραγμένος
6 ευρισκόμενος σε έξαψη
7 συγχυσμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---