Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

àrgano (ουσ αρσ ) argomentatóre (ουσ αρσ )
argentàre (ρ. μτβ.) argomentazióne (θηλ.ουσ)
argentàto (επίθ.) argoménto (ουσ αρσ )
argentatùra (θηλ.ουσ) àrgon (ουσ αρσ )
argènteo (αρσ. επίθ και ουσ) argonàuta (ουσ αρσ )
argenterìa (θηλ.ουσ) arguìre (ρ. μτβ.)
argentièra (θηλ.ουσ) argutaménte (επίρ.)
argentìfero (επίθ.) argutézza (θηλ.ουσ)
argentìna (θηλ.ουσ) argùto (επίθ.)
argentìno (ουσ αρσ ) argùzia (θηλ.ουσ)
argentìno (επίθ.) ària (θηλ.ουσ)
argènto (ουσ αρσ ) arianésimo (ουσ αρσ )
argentóne (ουσ αρσ ) ariàno (αρσ. επίθ και ουσ)
argìlla (θηλ.ουσ) aridaménte (επίρ.)
argillàceo (επίθ.) aridità (θηλ.ουσ)
argillóso (επίθ.) àrido (αρσ. επίθ και ουσ)
arginàle (επίθ.) aridocoltùra (θηλ.ουσ)
arginaménto (ουσ αρσ ) arieggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arginàre (ρ. μτβ.) arieggiàto (επίθ.)
arginatùra (θηλ.ουσ) ariète, ariète, ariéte (ουσ αρσ )
àrgine (ουσ αρσ ) ariétta (θηλ.ουσ)
argirìsmo (ουσ αρσ ) arìllo (ουσ αρσ )
àrgo (ουσ αρσ ) arìnga (θηλ.ουσ)
argomentàbile (επίθ.) arióso (ουσ αρσ )
argomentàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arióso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: