Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarginatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arʤinaˈtura] 1 άνδηρο 2 ανάχωμα 3 πρόχωμα 4 φράγμα αναχαίτισης 5 τάφρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |