Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arginaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arʤinaˈmento]

1 ανάχωμα
2 άνδηρο
3 πρόχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arginale arginare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argentone (ουσ αρσ )
argilla (θηλ.ουσ)
argillaceo (επίθ.)
argilloso (επίθ.)
arginale (επίθ.)
arginamento (ουσ αρσ )
arginare (ρ. μτβ.)
arginatura (θηλ.ουσ)
argine (ουσ αρσ )
argirismo (ουσ αρσ )
argo (ουσ αρσ )
argomentabile (επίθ.)
argomentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
argomentatore (ουσ αρσ )
argomentazione (θηλ.ουσ)
argomento (ουσ αρσ )
argon (ουσ αρσ )
argonauta (ουσ αρσ )
arguire (ρ. μτβ.)
argutamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---