Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarginaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arʤinaˈmento] 1 ανάχωμα 2 άνδηρο 3 πρόχωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |