Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrgine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarʤine]

(di fiume) το ανάχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arginatura argirismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argilloso (επίθ.)
arginale (επίθ.)
arginamento (ουσ αρσ )
arginare (ρ. μτβ.)
arginatura (θηλ.ουσ)
argine (ουσ αρσ )
argirismo (ουσ αρσ )
argo (ουσ αρσ )
argomentabile (επίθ.)
argomentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
argomentatore (ουσ αρσ )
argomentazione (θηλ.ουσ)
argomento (ουσ αρσ )
argon (ουσ αρσ )
argonauta (ουσ αρσ )
arguire (ρ. μτβ.)
argutamente (επίρ.)
argutezza (θηλ.ουσ)
arguto (επίθ.)
arguzia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---